συνείκω

συνείκω
(I)
ΜΑ
ενδίδω, υποχωρώ μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + εἴκω «υποχωρώ, παραδίνομαι»].
————————
(II)
Α
(ως απρόσ.) συνείκει
(κατά τον Ησύχ.) «συμφέρει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραδίδεται και με τη γρφ. συνείκη, πιθ. μτγν. τ. τού συνενείκη, αόρ. β' τού συμφέρω].
————————
(III)
A
βλ. συνήκω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνήκω — και δωρ. τ. συνίκω και μτγν. δωρ. τ. συνείκω Α 1. έχω έλθει μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. συναντώμαι στο ίδιο σημείο, συμπίπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἥκω «έρχομαι, φτάνω»] …   Dictionary of Greek

  • σύνειξις — είξεως, ἡ, Α [συνείκω (Ι)] υποχώρηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”